- σακελ(λ)άριος
- ο / σακελλάριος, ΝΜ1. παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε πρεσβυτέρους ή και σε διακόνους και τού οποίου ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια τής επισκοπής, είχε τον έλεγχο τής λειτουργίας τής επισκοπικής φυλακής, δίκαζε μικρά παραπτώματα μοναχών και προσήγε τους μοναχούς που επρόκειτο να χειροτονηθούν στον ιερέα2. (στο Βυζάντιο) α) υπουργός οικονομικών β) υπεύθυνος τών προμηθειών τού στρατού3. φρ. «Μέγας σακελλάριος» — οφικιάλιος τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, που είχε ευρύτατη δικαιοδοσία στις μονές, στους μοναχούς και στην περιουσία τών μοναστηριών και ανήκε στην πρώτη πεντάδα τού δεξιού χορού τών αξιωματούχων ιού πατριαρχείουνεοελλ.εκκλ. απλό τιμητικό αξίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σακέλλα + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. πλακουντ-άριος].
Dictionary of Greek. 2013.